- θεϊστής
- οοπαδός του θεϊσμού.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
θεϊστής — ο (φιλοσ.) ο οπαδός τού θεϊσμού, ο αποδεχόμενος τα διδάγματα τού θεϊσμού. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. theist < the (πρβλ. θεο ) + ist (πρβλ. ιστής). Η λ. μαρτυρείται από το 1766 στον Ευγένιο Βούλγαρι] … Dictionary of Greek
Alpha privativum — Als Alpha privativum (lat.: „beraubendes Alpha“) bezeichnet man in der Wortbildungslehre der griechischen Sprache das Präfix ἀ a , welches die Abwesenheit, Umkehrung oder Wirkungslosigkeit des Bezeichneten ausdrückt oder das zugrundeliegende Wort … Deutsch Wikipedia
θεϊστικός — ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον θεϊσμό ή στον θεϊστή. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. theistic < theist (πρβλ. θεϊστής) + ic (πρβλ. ικός). Η λ. μαρτυρείται από το 1894 στον Δημήτριο Αλ. Χαντσερή] … Dictionary of Greek